συγκεφαλαίωση

From LSJ
Revision as of 12:33, 29 September 2017 by Spiros (talk | contribs) (39)
(diff) ← Older revision | Latest revision (diff) | Newer revision → (diff)

λύχνον μεθ᾿ ἡμέραν ἅψας περιῄει λέγων “ἄνθρωπον ζητῶ” → He lit a lamp in broad daylight and said, as he went about, “I am looking for a human

Source

Greek Monolingual

η / συγκεφαλαίωση, -ώσεως, ΝΑ συγκεφαλαιῶ
σύνοψη, περιληπτική έκθεση, ανακεφαλαίωσησυγκεφαλαίωσις τῶν ἐπὶ μέρους εἰς τὸ καθόλου», Σέξτ. Εμπ.)
αρχ.
1. άθροισμα αριθμών
2. εγγραφή σε κατάλογο ή κατάστιχο.