συγκεντρώνω

From LSJ
Revision as of 12:33, 29 September 2017 by Spiros (talk | contribs) (39)
(diff) ← Older revision | Latest revision (diff) | Newer revision → (diff)

κῶς ταῦτα βασιλέϊ ἐκχρήσει περιυβρίσθαι → how will it be good enough for the king to be insulted with these things

Source

Greek Monolingual

Ν
1. μαζεύω πολλά πρόσωπα ή πράγματα γύρω από ένα κέντρο, συναθροίζω από πολλά μέρη σε ένα μέρος («θα συγκεντρώσω τα απαραίτητα δικαιολογητικά για τον διορισμό και θα τά καταθέσω»)
2. συσσωρεύω, σωριάζω
3. μέσ. συγκεντρώνομαι
αφοσιώνομαι απερίσπαστος σε κάτι
4. φρ. α) «συγκεντρώνω τις σκέψεις μου» ή «συγκεντρώνω τις ιδέες μου» — σκέπτομαι απερίσπαστα
β) «συγκεντρώνω τις δυνάμεις μου», «συγκεντρώνω τις προσπάθειές μου» — εντείνω τις δυνάμεις μου ή τις προσπάθειές μου
γ) «συγκεντρώνω την προσοχή μου» — προσέχω εντατικά και απερίσπαστα.
[ΕΤΥΜΟΛ. < συν- + κέντρο. Η λ., στον λόγιο τ. συγκεντρῶ, μαρτυρείται από το 1814 στον Ν. Δούκα].