συμπονώ

Revision as of 12:33, 29 September 2017 by Spiros (talk | contribs) (39)
(diff) ← Older revision | Latest revision (diff) | Newer revision → (diff)

Greek Monolingual

συμπονῶ, -έω, ΝΜΑ και συμπονάω Ν πονώ
συναισθάνομαι τον πόνο κάποιου άλλου, συμπάσχω με κάποιον (α. «δεν βρέθηκε κανείς να τήν συμπονέσει» β. «συμπονῶν καὶ συναλγῶν τοῑς κακοπαθοῡσι», Πλούτ)
αρχ.
κοπιάζω μαζί με άλλον.