συμπονῶ, -έω, ΝΜΑ και συμπονάω Ν πονώσυναισθάνομαι τον πόνο κάποιου άλλου, συμπάσχω με κάποιον (α. «δεν βρέθηκε κανείς να τήν συμπονέσει» β. «συμπονῶν καὶ συναλγῶν τοῑς κακοπαθοῡσι», Πλούτ)αρχ.κοπιάζω μαζί με άλλον.