συμπροσκυνητής
From LSJ
Αὐθαίρετος λύπη 'στὶν ἡ τέκνων σπορά → Procreation is a self-chosen suffering → Spontalis est miseria satio liberûm → Die Kinderzeugung ist ein selbstgewähltes Leid
Greek Monolingual
ο, ΝΜΑ συμπροσκυνῶ
προσκυνητής μαζί με άλλους, αυτός που μετέχει στην ίδια λατρευτική εκδήλωση με άλλους.