συνδιαλέγομαι
English (LSJ)
A converse with or together, Ath.3.97d, Ach.Tat.6.18, Gloss.
German (Pape)
[Seite 1007] dep. pass. (s. λέγω), mit, zugleich, zusammen sich unterhalten, Ath. III, 97 d.
Greek (Liddell-Scott)
συνδιαλέγομαι: ἀποθ., ὡς καὶ νῦν, συνομιλῶ, ἐξονυχίζεις πάντα τοῖς συνδιαλεγομένοις Ἀθήν. 97D.
Greek Monolingual
ΝΜΑ διαλέγομαι
συνομιλώ, συζητώ.