συνδιαλέγομαι

Revision as of 12:34, 29 September 2017 by Spiros (talk | contribs) (39)

English (LSJ)

   A converse with or together, Ath.3.97d, Ach.Tat.6.18, Gloss.

German (Pape)

[Seite 1007] dep. pass. (s. λέγω), mit, zugleich, zusammen sich unterhalten, Ath. III, 97 d.

Greek (Liddell-Scott)

συνδιαλέγομαι: ἀποθ., ὡς καὶ νῦν, συνομιλῶ, ἐξονυχίζεις πάντα τοῖς συνδιαλεγομένοις Ἀθήν. 97D.

Greek Monolingual

ΝΜΑ διαλέγομαι
συνομιλώ, συζητώ.