συνδαίτωρ
English (LSJ)
ορος, ὁ,
A companion at table, οὐδέ τις ξ. A.Eu. 351 (lyr.).
German (Pape)
[Seite 1006] ορος, ὁ, Mitesser, Tischgenosse, Aesch. Eum. 331.
Greek (Liddell-Scott)
συνδαίτωρ: -ορος, ὁ, σύνδειπος, οὐδέ τις ἐστὶ συνδαίτωρ μετάκοινος Αἰσχύλ. Εὐμενίδ. 351.
French (Bailly abrégé)
ορος (ὁ) :
commensal, hôte.
Étymologie: σύν, δαίνυμι.
Greek Monolingual
-ορος, ὁ, Α
ομοτράπεζος, συνδαιτυμόνας.
[ΕΤΥΜΟΛ. < συν- + -δαίτωρ (< δαίομαι «τρώγω»)].