συνεπαίρνω

From LSJ
Revision as of 12:35, 29 September 2017 by Spiros (talk | contribs) (39)
(diff) ← Older revision | Latest revision (diff) | Newer revision → (diff)

Δρυὸς πεσούσης πᾶς ἀνὴρ ξυλεύεται → Quercu cadente, nemo ignatu abstinet → Fiel erst die Eiche, holt ein jeder Mann sich Holz

Menander, Monostichoi, 123

Greek Monolingual

Ν
1. παίρνω κάποιον μαζί μου, παρασύρω («τον συνεπήρε στα βαθιά το κύμα»)
2. μτφ. γοητεύω, μαγεύω, συναρπάζω («το θέαμα τους συνεπῆρε κι έμειναν άφωνοι»).
[ΕΤΥΜΟΛ. < συνεπαίρω (πρβλ. παίρνω < επαίρω)].