ὑποδώριος

Revision as of 09:52, 5 August 2017 by Spiros (talk | contribs) (6_16)

English (LSJ)

ον,

   A hypo-Dorian, ἁρμονία Ath.14.625a; τόνος Plu.2.1142f:—Adv. ὑποδωρ-ιστί, in the hypo-Dorian mode, Arist.Pr.920a8, 922b10.

German (Pape)

[Seite 1217] unterdorisch, eine Tonart, Music.

Greek (Liddell-Scott)

ὑποδώριος: -ον, τρόπος μουσικός, τῆς ὑποδωρίου καλουμένης ἁρμονίας ἦθος Ἡρακλείδης ὁ Ποντικὸς παρ’ Ἀθην. 624Ε, Πλούτ. 2. 114F, κλπ.· ἴδε Böckh Metr. Pind. σ. 224. - Ἐπίρρ. ὑποδωριστί, κατὰ τὴν ὑποδώριον ἁρμονίαν, Ἀριστ. Πρβλ. 19. 30., 48. 1.