φολιδώδης
From LSJ
Κακῷ σὺν ἀνδρὶ μηδ' ὅλως ὁδοιπόρει → Hominem malignum nec viae comitem cape → Nimm einen Schurken nie zum Wegbegleiter dir
English (LSJ)
ες,
A = φολιδοειδής, v.l. for φολλικώδης in Hp.Epid.4.30.
German (Pape)
[Seite 1297] ες, schuppenartig, schuppig, mit einer harten Rinde, Hippocr.
Greek (Liddell-Scott)
φολῐδώδης: -ες, (εἶδος) ὁ ἔχων ἐπιφάνειαν κεκαλυμμένην διὰ φολίδων, Ἱππ.· οὕτω καὶ φολιδοειδής, Παῦλ. Αἰγ. 4. 2.