φαρμακεύτρια
From LSJ
ὡς τρὶς ἂν παρ' ἀσπίδα στῆναι θέλοιμ' ἂν μᾶλλον ἢ τεκεῖν ἅπαξ → I would rather stand three times with a shield in battle than give birth once
English (LSJ)
ἡ, fem. of φαρμακευτής, Eust. 1415.64; pl., title of the second Idyll of Theoc.
German (Pape)
[Seite 1256] ἡ, fem. zu φαρμακευτής, Sp.
Greek (Liddell-Scott)
φαρμᾰκεύτρια: ἡ, θηλ. τοῦ φαρμακευτής, Κ. Μανασσ. Χρον. 3250, Εὐστάθ. 1415. 64· ἐπιγραφὴ τοῦ βϳ εἰδυλλίου τοῦ Θεοκρίτου.