τετραπώγων
From LSJ
Θεὸς πέφυκεν, ὅστις οὐδὲν δρᾷ κακόν → Deus est, qui nihil admisit umquam in se mali → Es ist ein göttlich Wesen, wer nichts Schlechtes tut
English (LSJ)
ωνος, ὁ, a plant,
A = τραγοπώγων, Ps.-Dsc.2.143.
Greek (Liddell-Scott)
τετραπώγων: -ωνος, ὁ, εἶδος φυτοῦ, = τραγοπώγων, Διοσκ. 2. 173.