φονολιβής

Revision as of 19:55, 9 August 2017 by Spiros (talk | contribs) (Bailly1_5)

English (LSJ)

ές,

   A blood-dripping, θρόνος A.Eu.164 (lyr.); φ. τύχα murder, Id.Ag.1427 (lyr.).

German (Pape)

[Seite 1298] ές, von Mord, Blut triefend, Aesch. Ag. 1402 Eum. 158.

Greek (Liddell-Scott)

φονολῐβής: -ές, ὁ στάζων αἷμα, θρόμβος Αἰσχύλ. Εὐμ. 164· φ. τύχη, φόνος, ἀνθρωποκτονία, ἀναίρεσις, ὁ αὐτ. ἐν Ἀγ. 1427.

French (Bailly abrégé)

ής, ές :
dégouttant de sang (litt. de meurtre).
Étymologie: φόνος, λείβω.