χειματικός
From LSJ
Ἤθους δὲ βάσανός ἐστιν ἀνθρώποις χρόνος → Est moris explorator humani dies → Des menschlichen Charakters Wetzstein ist die Zeit
English (LSJ)
ή, όν, late form for χειμέριος, Sch.Opp.H.3.459.
Greek (Liddell-Scott)
χειμᾰτικός: -ή, -όν, μεταγεν. τύπος, ἀντὶ χειμέριος, χειμωνικός, Σχόλ. εἰς Ὀππ. Ἁλ. 3. 459.