φαρκτός
From LSJ
Μή μοι γένοιθ', ἃ βούλομ', ἀλλ' ἃ συμφέρει → Ne sit mihi, quod cupio, sed quod expedit → nicht was ich will, geschehe mir, doch was mir nützt
English (LSJ)
ή, όν,
A = φρακτός, EM667.23.
German (Pape)
[Seite 1255] = φρακτός, Hesych.
Greek (Liddell-Scott)
φαρκτός: -ή, -όν, = φρακτός, Ἡσύχ.