τεσσαρακόσιοι
From LSJ
Ῥύπος γυνὴ πέφυκεν ἠργυρωμένος → Woman is silver-plated dirt → Argento sordes illitas puta mulierem → Mit Silber überzogner Schmutz ist eine Frau
English (LSJ)
αι, α, late form of τετρακόσιοι, Str.6.2.1.
Greek (Liddell-Scott)
τεσσαρακόσιοι: -αι, -α, μεταγεν. τύπος τοῦ τετρακόσιοι.