φοινικός
From LSJ
τὰ δὲ πεπερασμένα πεπερασμενάκις ἀνάγκη πεπεράνθαι πάντα → and the product of a finite number of things taken in a finite number of ways must always be finite
German (Pape)
[Seite 1296] = φοινίκεος, sehr zw. Lesart bei Xen. Ag. 2, 7, wo jetzt richtiger φοινικᾶ steht, wie auch An. 1, 2,16 Cyr. 7, 1,2 u. sonst zu schreiben ist an allen Stellen, welche Wesseling Her. 6, 47 für die Form φοινικός beibringt.
Greek (Liddell-Scott)
φοινικός: Φοινικός, ή, όν, ἡμαρτ. γραφ. ἀντὶ φοινικοῦς, Φοινικικός.