συνεπικουρώ

From LSJ
Revision as of 12:35, 29 September 2017 by Spiros (talk | contribs) (39)
(diff) ← Older revision | Latest revision (diff) | Newer revision → (diff)

Ἴσος ἴσθι πᾶσι, κἂν ὑπερέχῃς τῷ βίῳ → Quamvis superior sorte, da te aequum omnibus → Sei allen gleich, auch wenn du reicher bist

Menander, Monostichoi, 257

Greek Monolingual

-έω, ΜΑ
επικουρώ κάποιον σε συνεργασία με κάποιον άλλο
αρχ.
αστρολ. (για πλανήτες) είμαι επίσης δορυφόρος μαζί με άλλον («ἡλίῳ συμφωνεῑν καὶ συνεπικουρεῑν φασὶ Κρόνον τε καὶ Δία», Σέξτ. Εμπ.).
[ΕΤΥΜΟΛ. < συν- + ἐπικουρῶ «βοηθώ»].