δυσφορέω περὶ τὰς ἀναστάσιας → feel ill on getting up
[Seite 1173] ον, = ὑδροχόος, πῶμα, Eur. bei Ath. IV, 158 e.
ὑδρηχόος: -ον, = ὑδροχόος. πῶμα Εὐρ. Ἀποσπ. 884· - ὁ ὑδρηχόος, ὁ ἀστερισμὸς τοῦ Ὑδροχόου ἐν τῷ Ζωδιακῷ κύκλῳ, Πλούτ. 2. 908C.
όος, όον;c. ὑδροχόος.
Acuario