ὑλισμός
From LSJ
Ἔπαινον ἕξεις, ἂν κρατῇς, ὧν δεῖ κρατεῖν → Laus est, si, quibus est imperandum, tu imperes → Lob hast du, wenn du herrschst, worüber zu herrschen gilt
English (LSJ)
ὁ,
A fusio, Gloss.
German (Pape)
[Seite 1177] ὁ, das Durchseihen, Clem. Alex.
Greek (Liddell-Scott)
ὑλισμός: ὁ, (ὑλίζω) διύλισις, διήθησις, «στράγγισμα», Εἰρηναῖος 14, 8, σ. 73, Κλήμ. Ἀλ. Παιδ. Ι, 116, κλπ.