χαλκοτευχής
From LSJ
ἰὼ, σκότος, ἐμὸν φάος, ἔρεβος ὦ φαεννότατον, ὡς ἐμοί, ἕλεσθ' ἕλεσθέ μ' οἰκήτορα → ah, darkness that is my light, gloom that is most bright for me, take me, take me to dwell in you
German (Pape)
[Seite 1332] ές, v. l. für χαλκεοτευχής.
Greek (Liddell-Scott)
χαλκοτευχής: πλημμ. γραφὴ ἀντὶ χαλκεοτευχής.