λιμηρός

Revision as of 20:02, 9 August 2017 by Spiros (talk | contribs) (Bailly1_3)

English (LSJ)

ά, όν, (λιμός)

   A hungry, causing hunger, ἔρως Theoc.10.57; ἐργασίη AP6.47 (Antip. Sid.), cf. 285 (Nicarch.), 7.546, Alciphr.1.9, etc.
λῐμηρός, ά, όν, (λιμήν)

   A furnished with a good harbour, special epith. of Epidaurus in Laconia, Th.4.56, 7.26; εὐλίμενον δὲ οὖσαν, βραχέως . . λιμηρὰν εἰρῆσθαι, ὡς ἂν λιμενηράν Apollod. ap. Str.8.6.1.

German (Pape)

[Seite 47] mit einem Hafen versehen, für λιμενηρός, Strab. 8, 6, 1, s. Ἐπίδαυρος nom. propr.

Greek (Liddell-Scott)

λῑμηρός: -ά, -όν, (λιμὸς) πειναλέος, παράγων πεῖναν, ἔρως Θεόκρ. 10. 57· ἐργασία Ἀνθ. Π. 6. 47, πρβλ. 285., 7. 246, Ἀλκίφρων 1. 9, κτλ.

French (Bailly abrégé)

1ά, όν :
affamé ; pauvre, misérable.
Étymologie: λιμός.
2ά, όν :
doté d’un bon port.
Étymologie: λιμήν.