Λιμὴν νεὼς ὅρμος, βίου δ' ἀλυπία → Des Lebens Ankerplatz und Port ist Seelenruh → Λιμὴν πλοίου μέν, ἀλυπία δ' ὅρμος βίου
ἄργυφος, -ον (Α)
(επίθ. των προβάτων) αργύφεος.
[ΕΤΥΜΟΛ. < θ. αργυ- (πρβλ. άργυρος) + -φος, επίθημα που χρησιμοποιείται σε ονόματα χρωμάτων ή ζώων].