ίστερος

From LSJ
Revision as of 06:37, 29 September 2017 by Spiros (talk | contribs) (18)
(diff) ← Older revision | Latest revision (diff) | Newer revision → (diff)

Μὴ σπεῦδε πλουτεῖν, μὴ ταχὺς πένης γένῃ → Ditescere properans, inops fies cito → Vermeide schnellen Reichtum, sonst verarmst du schnell

Menander, Monostichoi, 358

Greek Monolingual


γένος κολεόπτερων εντόμων της οικογένειας Histeridae.
[ΕΤΥΜΟΛ. Μεταφορά στην ελλ. ξεν. όρου, πρβλ. αγγλ. hister (< λατ. hister «ηθοποιός» επειδή το εν λόγω έντομο προσποιείται ότι είναι νεκρό όταν αισθανθεί κίνδυνο)].