αερονομία
From LSJ
στεφανηφορήσας καὶ ἱερατεύσας → having worn the crown and having had the priesthood
Greek Monolingual
η (Μετεωρ.)
κλάδος της φυσικής της ατμόσφαιρας, που ασχολείται με την εξέταση τών φυσικών και χημικών ιδιοτήτων, τών καταστάσεων, τών κινήσεων, τών διεργασιών και τών φαινομένων ενός τμήματος της ανώτερης ατμόσφαιρας και της εξώσφαιρας.
[ΕΤΥΜΟΛ. Ελληνογενές < αήρ, -έρος + -νομία < νόμος < νέμω, πρβλ. αγγλ. aeronomy].