αλληλόμορφα

From LSJ
Revision as of 06:19, 29 September 2017 by Spiros (talk | contribs) (2)
(diff) ← Older revision | Latest revision (diff) | Newer revision → (diff)

Στερρῶς φέρειν χρὴ συμφορὰς τὸν εὐγενῆ → Tolerare casus nobilem animose decetErtragen muss der Edle Unglück unbeugsam

Menander, Monostichoi, 480

Greek Monolingual

ή άλληλα ή αλληλικά, τα
(εννοείται γονίδια) (Βιολ.)
εναλλασσόμενες μορφές τών γονιδίων, που κατέχουν την ίδια θέση (genelocus) στα ομόλογα χρωματοσώματα, δηλ. στα κυτταρικά οργανίδια που είναι φορείς του κληρονομικού υλικού.
[ΕΤΥΜΟΛ. Ελληνογενές < αλληλο- + μορφή, πρβλ. αγγλ. allelomorphs].