ανατομία

Revision as of 06:53, 29 September 2017 by Spiros (talk | contribs) (4)
(diff) ← Older revision | Latest revision (diff) | Newer revision → (diff)

Greek Monolingual

η
1. η τέχνη της ανατομής, η διενέργεια ανατομής
2. η ανατομική επιστήμη.
[ΕΤΥΜΟΛ. < ανατομή (< ανατέμνω). Η λ. είναι αντιδάνειο, πρβλ. αγγλ. anatomy, σχηματίστηκε αναλογικά προς τα ον. σε -τομία και πρωτοχρησιμοποιήθηκε το 1738 από τον Λ. Πατούσα].