ανοκωχή

From LSJ
Revision as of 06:55, 29 September 2017 by Spiros (talk | contribs) (4)
(diff) ← Older revision | Latest revision (diff) | Newer revision → (diff)

πληγέντες αὐτόχειρι σὺν μιάσματι → brothers smitten by mutual slaughter

Source

Greek Monolingual

ἀνοκωχή, η (Α)
1. παύση, ανάπαυλα, διάλειμμα
2. πρόσκαιρη παύση του πολέμου, ανακωχή
3. εμπόδιο, κώλυμα.
[ΕΤΥΜΟΛ. < αν(α)- + οκωχή (αντί οχή < έχω, με αναδιπλ.). Ο τ. ανοκωχή αντί ανοχή, με αναδιπλ. (πρβλ. όκωχα, άχρ. πρκ. του έχω). Ο τ. ανακωχή, που απαντά ήδη στην Αρχαία αντί του ανοκωχή, προήλθε με (εξακολουθητική) αφομοίωση του -ο- σε -α-].