αυτοπεποίθηση
From LSJ
μὴ εἰσενέγκῃς ἡμᾶς εἰς πειρασμόν → lead us not into temptation
Greek Monolingual
η
το να έχει κανείς εμπιστοσύνη στις δυνάμεις και τις ικανότητές του.
[ΕΤΥΜΟΛ. < αυτο- + πεποίθηση. Απόδοση στα Ελληνικά ξεν. όρου (πρβλ. αγγλ. self-confidence). Η λ., στον λόγιο τ., αυτοπεποίθησις μαρτυρείται από το 1845 στον Κ. Σχινά].