ὀδοῦσι καὶ ὄνυξι καὶ πάσῃ μηχανῇ → tooth and nail | tooth, fang, and claw | in every possible way | by hook or by crook
ο, ηαυτός που πάσχει από αμβλυωπία.[ΕΤΥΜΟΛ. Ελληνογενές < ἀμβλὺς + ὤψ, ὠπός «οφθαλμός», πρβλ. αγγλ. amblyope].