ἀκριτόφυλλος
From LSJ
εἶκε θυμοῦ καὶ μετάστασιν δίδου → retreat from your anger and allow yourself to change
English (LSJ)
ον,
A of undistinguishable, i.e. closely blending, leafage, ὄρος Il.2.868.
Greek (Liddell-Scott)
ἀκρῐτόφυλλος: -ον, ὁ ἔχων φύλλα μὴ διακρινόμενα ἀπ’ ἀλλήλω, πυκνόφυλλος. ὄρος, Ἰλ. Β. 868.
French (Bailly abrégé)
ος, ον :
au feuillage épais (propr. confus).
Étymologie: ἄκριτος, φύλλον.
English (Autenrieth)
(φύλλον): dense with leaves or foliage, Il. 2.868†.
Spanish (DGE)
(ἀκρῐτόφυλλος) -ον de apretado follaje ὄρος Il.2.868.
Greek Monolingual
ἀκριτόφυλλος, -ον (Α)
αυτός που έχει αναρίθμητα φύλλα, ο πυκνόφυλλος
«ἀκριτόφυλλον ὄρος» (Όμ. Β. 868).
[ΕΤΥΜΟΛ. < ἄκριτος + -φυλλος < φύλλον.