ἀποχρήματος

Revision as of 06:21, 29 September 2017 by Spiros (talk | contribs) (6)

English (LSJ)

ζημία ἀ. forfeiture

   A of my inheritance, A.Ch.275.

Greek (Liddell-Scott)

ἀποχρήματος: -ον, ὁ, ἀποχρημάτοισι ζημίαις ταυρούμενον, ὀργιζόμενον διὰ τὴν ἁρπαγὴν τῆς πατρικῆς περιουσίας, ἄλλοι ὑπολαμβάνουσι τὸ ἀποχρήματοι ζημίαι = ἀχρήματοι τιμωρίαι, δηλ. τιμωρίαι δι’ αἵματος, Αἰσχύλ. Χο. 275, πρβλ. καὶ 301.

French (Bailly abrégé)

ος, ον :
ruineux.
Étymologie: ἀπό, χρῆμα.

Spanish (DGE)

(ἀποχρήμᾰτος) -ον
consistente en dinero, pecuniario ζημία A.Ch.277.

Greek Monolingual

ἀποχρήματος, -ον (Α)
φρ. «ἀποχρήματος ζημία» — αποστέρηση των δικαιωμάτων πάνω στην πατρική περιουσία.