ἁπαλόθριξ
From LSJ
Εἰ θνητὸς εἶ, βέλτιστε, θνητὰ καὶ φρόνει → Mortalis quum sis, intra mortalem sape → Bist sterblich du, mein Bester, denk auch Sterbliches
Εἰ θνητὸς εἶ, βέλτιστε, θνητὰ καὶ φρόνει → Mortalis quum sis, intra mortalem sape → Bist sterblich du, mein Bester, denk auch Sterbliches
[Seite 277] τριχος, mit zartem, weichem Haar, Eur. Bacch. 1183 (accus. sing.).
ἁπᾰλόθριξ: ιχος, ὁ ἔχων ἁπαλὰς τρίχας, Εὐρ. Βάκχ. 1185.
ότριχος (ὁ, ἡ)
à la chevelure douce ou souple.
Étymologie: ἁπαλός, θρίξ.
ἁπαλόθριξ (-τριχος), ο (Α)
αυτός που έχει μαλακά μαλλιά.