εἰσβατός
From LSJ
ἐν δὲ μηνὸς πρῶτον τύχεν ἆμαρ → it chanced to be on the first of the month, that day fell on the first of the month
ἐν δὲ μηνὸς πρῶτον τύχεν ἆμαρ → it chanced to be on the first of the month, that day fell on the first of the month
Full diacritics: εἰσβᾰτός | Medium diacritics: εἰσβατός | Low diacritics: εισβατός | Capitals: ΕΙΣΒΑΤΟΣ |
Transliteration A: eisbatós | Transliteration B: eisbatos | Transliteration C: eisvatos | Beta Code: ei)sbato/s |
ή, όν,
A accessible, τῇτόλμῃ Th.2.41.
[Seite 741] zugänglich, Thuc. 2, 41.
εἰσβᾰτός: -ή, -όν, προσιτός, τῇ τόλμῃ Θουκ. 2. 41.
εἰσβατός, -όν (AM)
(για χώρο) προσιτός, αυτός στον οποίο μπορεί κανείς να μπει.