λαμπαδηφορία
English (LSJ)
Ion. -ιη, ἡ,
A = λαμπαδηδρομία, Hdt.8.98.
German (Pape)
[Seite 11] ἡ, das Fackeltragen, eine Art Fackellauf, Her. 8, 98.
French (Bailly abrégé)
ας (ἡ) :
action de porter un flambeau dans les courses.
Étymologie: λαμπαδηφόρος.
Greek Monolingual
η (AM λαμπαδηφορία, Α ιων. τ. λαμπαδηφορίη) λαμπαδηφόρος
πομπή, παρέλαση ή αγώνας δρόμου κατά τη νύχτα με αναμμένους δαυλούς.