λαμπαδηφορία

Revision as of 07:31, 29 September 2017 by Spiros (talk | contribs) (22)

English (LSJ)

Ion. -ιη, ἡ,

   A = λαμπαδηδρομία, Hdt.8.98.

German (Pape)

[Seite 11] ἡ, das Fackeltragen, eine Art Fackellauf, Her. 8, 98.

French (Bailly abrégé)

ας (ἡ) :
action de porter un flambeau dans les courses.
Étymologie: λαμπαδηφόρος.

Greek Monolingual

η (AM λαμπαδηφορία, Α ιων. τ. λαμπαδηφορίη) λαμπαδηφόρος
πομπή, παρέλαση ή αγώνας δρόμου κατά τη νύχτα με αναμμένους δαυλούς.