παλίγκραιπνος

From LSJ
Revision as of 12:12, 29 September 2017 by Spiros (talk | contribs) (30)

ὁ ἄριστος ἐν ἀνθρώποις ὄρτυξ → the best quail in the world

Source

German (Pape)

[Seite 448] sehr schnell, ποσί, Simm. ovum (XV, 27).

Greek (Liddell-Scott)

πᾰλίγκραιπνος: -ον, σφόδρα ταχύς, π. ποσὶ Ἀνθ. Π. 15. 27.

French (Bailly abrégé)

ου (ὁ) :
très agile.
Étymologie: πάλιν, κραιπνός.

Greek Monolingual

παλίγκραιπνος, -ον (Α)
πολύ ταχύς.
[ΕΤΥΜΟΛ. < πάλιν + κραιπνός»ταχύς»].