καββάς

From LSJ
Revision as of 07:20, 29 September 2017 by Spiros (talk | contribs) (18)

Γυνὴ τὸ σύνολόν ἐστι δαπανηρὸν φύσει → Natura fecit sumptuosas feminas → Es ist die Frau durchaus kostspielig von Natur

Menander, Monostichoi, 97

Greek (Liddell-Scott)

καββάς: ἴδε καταβαίνω· - καββασία, ἴδε καταβασία.

Greek Monolingual

καββάς (Α)
ποιητ. τ. αντί καταβάς, μτχ. αορ. του καββαίνω, καταβαίνω.