σχόμενος
From LSJ
αὐτόχειρες οὔτε τῶν ἀγαθῶν οὔτε τῶν κακῶν γίγνονται τῶν συμβαινόντων αὐτοῖς → for not with their own hands do they deal out the blessings and curses that befall us
English (LSJ)
A v. ἔχω. σχονθύλλω, = τονθορύζω, Hsch. σχῦρ, ὁ, = χήρ, hedgehog, Id. σχῶ, σχῶμεν, σχών, v. ἔχω. σῶ, v. σάω, σήθω. σῷ, Att. contr. for σῶοι. σωάδδει, v. σῴζω.
Greek (Liddell-Scott)
σχόμενος: σχοῦ, ἴδε ἐν λ. ἔχω.
French (Bailly abrégé)
η, ον :
part. ao.2 Moy. de ἔχω.
English (Autenrieth)
see ἔχω.