ὁμοίϊος
From LSJ
ἕτερος ἐξ ἑτέρου σοφός τό τε πάλαι τό τε νῦν → one gets his skill from another, now as in days of old
German (Pape)
[Seite 334] ον, ep. = ὅμοιος, w. m. s. [Bei langer Endsylbe wird des Verses wegen die vorletzte Sylbe lang, z. B. ὁμοιΐου, vgl. Spitzner vers. her. p. 33.]
Greek (Liddell-Scott)
ὁμοίϊος: -ον, Ἐπικ. ἀντὶ ὅμοιος, ον, [ῑ χάριν τοῦ μέτρου πρὸ μακρᾶς συλλαβῆς, ὁμοιΐου πτολέμοιο Ἰλ. Ι. 440., Ν. 358, 635 ἀλλὰ ῐ πρὸ τοῦ καταληκτικοῦ ον, Δ 314, 444]. ― Ἴδε Κόντου Φιλολ. Ποικίλα ἐν Ἀθηνᾶς τ. Α΄, σ. 168.
French (Bailly abrégé)
ος, ον :
épq. c. ὅμοιος.