εὐσύμβλητος

From LSJ
Revision as of 07:15, 29 September 2017 by Spiros (talk | contribs) (15)

Ξένῳ μάλιστα συμφέρει τὸ σωφρονεῖν → Bene se modeste gerere peregrinum decet → Den größten Nutzen bringt dem Gast Bescheidenheit

Menander, Monostichoi, 392
Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: εὐσύμβλητος Medium diacritics: εὐσύμβλητος Low diacritics: ευσύμβλητος Capitals: ΕΥΣΥΜΒΛΗΤΟΣ
Transliteration A: eusýmblētos Transliteration B: eusymblētos Transliteration C: efsymvlitos Beta Code: eu)su/mblhtos

English (LSJ)

old Att. εὐξ-, ον, = sq. 1,

   A τέρας Hdt.7.57; ἥδ' οὐκέτ' εὐξὺμβλητος ἡ χρησμῳδία A.Pr.775.

Greek (Liddell-Scott)

εὐσύμβλητος: καὶ ἀρχ. Ἀττ. εὐξύμβλητος, ον, = τῷ ἑπομ., τέρας εὐσ. Ἡρόδ. 7. 57· ἥδ’ οὐκέτ’ εὐξύμβλητοςχρησμῳδία Αἰσχύλ. Πρ. 775.

French (Bailly abrégé)

anc. att. εὐξύμβλητος;
ος, ον :
facile à conjecturer, à deviner.
Étymologie: εὖ, συμβάλλω.

Greek Monolingual

εὐσύμβλητος και εὐξύμβλητος, -ον (Α)
αυτός που μαντεύεται ή κατανοείται εύκολα («ἥδ' οὐκέτ' εὐξύμβλητοςχρησμῳδία», Αισχύλ.).
[ΕΤΥΜΟΛ. < ευ + συμ-βλητός (< συμβάλλω)].