Δάματερ
From LSJ
Ἐμπειρία γὰρ τῆς ἀπειρίας κρατεῖ → Inscitiam etenim vincit experientia → Erfahrung überwindet Unerfahrenheit
Greek (Liddell-Scott)
Δάμᾱτερ: Δωρ. κλητ. τοῦ Δημήτηρ, ἀναφώνησις ἐκπλήξεως.
Ἐμπειρία γὰρ τῆς ἀπειρίας κρατεῖ → Inscitiam etenim vincit experientia → Erfahrung überwindet Unerfahrenheit
Δάμᾱτερ: Δωρ. κλητ. τοῦ Δημήτηρ, ἀναφώνησις ἐκπλήξεως.