κατασθμαίνω

Revision as of 07:22, 29 September 2017 by Spiros (talk | contribs) (19)

English (LSJ)

   A pant, struggle against, c. gen., ἵππος Χαλινῶν ὣς κατασθμαίνων μένει A.Th.393.

German (Pape)

[Seite 1377] wogegen anschnauben, vom Pferde, χαλινῶν, gegen den Zügel, Aesch. Spt. 375.

Greek (Liddell-Scott)

κατασθμαίνω: ἀσθμαίνων ἀγωνίζομαι ἐναντίον τινός, διὰ φυσήματος ἰσχυροῦ τείνω νὰ καταβάλω τι, μετὰ γεν., ἵππος χαλινῶν ὣς κατασθμαίνων, ἀσθμαίνων κατὰ τῶν χαλινῶν, Αἰσχύλ. Θήβ. 393.

French (Bailly abrégé)

renacler contre en parl. d’un cheval ; s’irriter contre, gén..
Étymologie: κατά, ἀσθμαίνω.

Greek Monolingual

κατασθμαίνω (Α)
παλεύω εναντίον κάποιου ασθμαίνοντας («ἵππος χαλινῶν ὡς κατασθμαίνων μένει», Αισχύλ.).