δυσπινής

Revision as of 07:05, 29 September 2017 by Spiros (talk | contribs) (10)

English (LSJ)

ές,

   A squalid, στολαί S.OC 1597, cf. Ar.Ach.426.

German (Pape)

[Seite 687] ές, sehr schmutzig; Soph. O. C. 1593; πεπλώματα Ar. Ach. 426; Sp.

Greek (Liddell-Scott)

δυσπῐνής: -ές, ῥυπαρός, ἀκάθαρτος, στολαί Σοφ. Ο. Κ. 1597, πρβλ. Ἀριστοφ. Ἀχ. 426.

French (Bailly abrégé)

ής, ές :
sale, sordide.
Étymologie: δυσ-, πίνος.

Spanish (DGE)

(δυσπῐνής) -ές
sucio, mugriento, cochambroso στολαί S.OC 1597, πεπλώματα Ar.Ach.426 (= Trag.Adesp.42), τραχὺς τὸ εἶδος καὶ δ. τὴν ἐσθῆτα Philostr.VS 567
subst. τὰ δυσπινῆ harapos Poll.4.117.

Greek Monolingual

δυσπινής, -ές (Α)
ακάθαρτος, βρόμικος.