βρόμικος

From LSJ

Ἡμερὶ πανθέλκτειρα, μεθυτρόφε, μῆτερ ὀπώρας ... → All-soothing vine, nurse of the wine, vintage's mother ... (Anthologia Palatina 7.24.1)

Source

Greek Monolingual

-η, -ο
1. ακάθαρτος, λερωμένος
2. αισχρός.