ἐγκριτέον
Μή μοι γένοιθ', ἃ βούλομ', ἀλλ' ἃ συμφέρει → Ne sit mihi, quod cupio, sed quod expedit → nicht was ich will, geschehe mir, doch was mir nützt
English (LSJ)
one must admit, εἰς ἀριθμόν τινα, opp. ἀποκρ-, Pl. R.537a, cf. 413d; διορισμὸν ἐ. ὡς πιθανώτατον Dam.Pr.436, cf. Jul. Or.7.219a; one must approve, recommend, αἰώρας Herod.Med. in Rh.Mus.58.86: also pl. ἐγκριτέα ib.112.
Greek (Liddell-Scott)
ἐγκρῐτέον: ῥημ. ἐπίθ., πρέπει τις νὰ ἐγκρίνῃ, ἀποδεχθῇ, εἰς ἀριθμόν τινα, ἀντίθετον τῷ ἀποκριτέον, Πλάτ. Πολ. 537Α, πρβλ. 413D.
Spanish (DGE)
1 hay que admitir c. ac. de pers. τὸν μὲν μνήμονα καὶ δυσεξαπάτητον Pl.R.413d, cf. 537a, c. ac. de abstr. καλὸν (μῦθον) Pl.R.377c, τὸ δὲ κατὰ τὴν διάνοιαν ἀπεμφαῖνον χρησίμου γιγνόμενον χάριν ἐ. Iul.Or.7.219a, τὸν τοῦ ἀδυνάτου διορισμὸν ἐ. ὡς πιθανώτατον Dam.in Prm.436, c. ac. de cosa ἐ. ὀλίγα τινὰ τῶν μύρων Clem.Al.Paed.2.8.66.
2 medic. hay que recomendar ἐ. τὸ εὔχρουν καὶ ἄξυλον (ἀμμωνιακόν) Orib.11.α.38, αἰώρας Anon.Med.Acut.Chron.5.3.12, ἐν δὲ ταῖς περιόδοις τοῦ πάθους ἐ. τὰ πρῶτα ἡσυχίαν τε καὶ ἀσιτίαν Anon.Med.Acut.Chron.15.3.8.