εἰργόμενον θανάτου καὶ τοῦ ἀνάπηρον ποιῆσαι → excluding death and maiming, short of death or maiming
[Seite 730] dor. = ἐσμέν, εἶμες, dor. = εἶναι.
1ᵉ pl. prés. dor. de εἰμί.