ἡλιόομαι

From LSJ
Revision as of 11:03, 5 August 2017 by Spiros (talk | contribs) (6_20)

Μισῶ σοφιστήν, ὅστις οὐχ αὑτῷ σοφός → I hate the sage who is not wise for himself → Odi professum sapere, qui sibi non sapit → Den Weisen hass' ich, der in eigner Sache Tor

Menander, Monostichoi, 332
Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: ἡλιόομαι Medium diacritics: ἡλιόομαι Low diacritics: ηλιόομαι Capitals: ΗΛΙΟΟΜΑΙ
Transliteration A: hēlióomai Transliteration B: hēlioomai Transliteration C: ilioomai Beta Code: h(lio/omai

English (LSJ)

Pass.,

   A live in the sun, be exposed to the sun, ἡλιωμένος, opp. ἐσκιατροφηκώς, Pl.R.556d; of Places, ὅπως ἡ γῆ ἡλιωθῇ Thphr. CP3.4.1, cf. HP1.10.3; τὰ ἡλιούμενα parts exposed to the sun, X.Oec. 19.18; -ούμενος ἀήρ Ath.Med. ap. Orib.9.5.1.    2 to be sun-struck, ἡλιοῦσθαι τὴν κεφαλήν Hp.Aër.3; or sunburnt, Muson.Fr.19p.107H.    3 to be illuminated by the sunlight, Arist.de An.419b31, Pr. 913a22:—late in Act. ἡλιόω, place in the sun, Aët.1.102, 112, al.

Greek (Liddell-Scott)

ἡλιόομαι: παθ., ζῶ ἐκτεθειμένος εἰς τὸν ἥλιον, ἡλιωμένος, ἀντιθ. ἐσκιατραφηκώς, Πλάτ. Πολ. 556D· ― ἐπὶ τόπων, ὅπως ἡ γῆ ἡλιωθῇ Θεοφρ. Αἰτ. Φ. 3. 4, 1· τὸ ἡλιούμενον, μέρος προσήλιον, προσβαλλόμενον ὑπὸ τοῦ ἡλίου, περιπεταννύουσα δὲ τὰ οἴναρα, ὅταν ἔτι αὐτῇ ἁπαλοὶ οἱ βότρυες ὦσι, διδάσκει σκιάζειν τὰ ἡλιούμενα ταύτην τὴν ὥραν Ξεν. Οἰκ. 19, 18, Ἀριστ. π. Ψυχ. 2. 8, 6. 2) προσβάλλομαι ὑπὸ τοῦ ἡλίου, ἡλιοῦσθαι τὴν κεφαλήν Ἱππ. Ἀέρ. 282· ἢ καίομαι, Μουσών. παρὰ Στοβ. 18. 3. 3) φωτίζομαι ὑπὸ τοῦ ἡλίου, Ἀριστ. Προβλ. 16. 1· παροιμ., οὔθ᾿ ὕεται, οὔθ᾿ ἡλιοῦται, «ἐπὶ τῶν ἔξω πάσης φροντίδος ἑστώτων, τουτέστιν οὔτε βρέχεται, οὔτε ἡλιοβολεῖται», Ζηνόβ. 5, 53.