ἀνήρ τῷ ἀδελφῷ αὐτοῦ προσκολληθήσεται → a man cleaves each to his fellow, each to one's fellow
ζῠγείς: μετοχ. ἀορ. β΄ παθ. τοῦ ζεύγνυμι.
εῖσα, έν;part. ao.2 Pass. de ζεύγνυμι.