λιπαρόχροος
From LSJ
τὸ ἐγδοχῖον τοῦ ὕδατος καὶ τὰ ἐν τῆι πόλει ὑδραγώγια → the water reservoir and the conduits in the city (or on the acropolis)
English (LSJ)
ον,
A with shining body, sleek of skin, Σελαναία λιπαρόχροε Theoc.2.165:— also λῐπᾰρό-χρως, ωτος, ὁ, ἡ, acc. -χρων, ib.102.
German (Pape)
[Seite 51] zsgz. λιπαρόχρους, mit glänzender Haut, Theocr. 2, 165, λιπαρόχροε, ib. 102, λιπαρόχρων, v. l. λιπαρόχρουν.
Greek (Liddell-Scott)
λῐπᾰρόχροος: -ον, ἔχων λαμπρὸν σῶμα, χαῖρε Σελαναία λιπαρόχροε Θεόκρ. 2. 165· - οὕτω, λιπαρόχρως, ωτος, ὁ, ἡ, αἰτ. -χρων, ἄγαγε τὸν λιπαρόχρων εἰς ἐμὰ δώματα Δέλφιν αὐτόθι 102.