πονηροδιδάσκαλος

Revision as of 12:20, 29 September 2017 by Spiros (talk | contribs) (33)

English (LSJ)

ον,

   A teaching wickedness, Str.7.3.8.

German (Pape)

[Seite 680] Böses lehrend, Strab. 7, 3, 8.

Greek (Liddell-Scott)

πονηροδῐδάσκαλος: -ον, ὁ διδάσκαλος τῆς κακίας, Στράβ. 302.

French (Bailly abrégé)

ου (ὁ, ἡ)
qui enseigne le mal.
Étymologie: πονηρός, διδάσκαλος.

Greek Monolingual

-ον, ΜΑ
αυτός που διδάσκει την πονηρία, ο δάσκαλος της κακίας.
[ΕΤΥΜΟΛ. < πονηρός + διδάσκαλος (πρβλ. τραγωδο-διδάσκαλος)].