φαινόλης
Γνώμης γὰρ ἐσθλῆς ἔργα χρηστὰ γίγνεται → Proba sunt illius facta, cui mens est proba → Aus edler Einstellung erwächst die edle Tat
German (Pape)
[Seite 1250] ὁ, dickes Oberkleid, Mantel, das lat. paenula, Poll. 7, 61, VLL.
Greek (Liddell-Scott)
φαινόλης: -ου, ὁ, ἐσχηματίσθη ἐκ τοῦ Λατιν. paenula (Tertull. de Orat. 12), βαρὺ ἐπανωφόριον, Ρίνθων παρὰ Πολυδ. Ζ΄, 61, Ἀθήν. 97Ε. Ἀρτεμιδ. Ὀνειροκρ. 2. 3, Β΄ Ἐπιστ. πρ. Τιμ. δ΄, 13 (ἔνθα ἡ μνεία βιβλίων καὶ μεμβρανῶν ἤγαγόν τινας εἰς τὴν ἡμαρτημένην ἑρμηνείαν διὰ τοῦ γλωσσόκομον, ἴδε Ἐτυμολ. Μέγ., Ζωναρ., κλπ.)· ― συχνάκις φέρεται κατὰ μετάθεσιν τοῦ ν καὶ λ φαιλόνης ἢ φελόνης, ἴδε Δινδ. ἐν Θησ. Στεφάνου· οὕτω καὶ τὸ ὑποκορ. φαινόλιον, τό, παρὰ Βυζ. καὶ Ἐκκλ. φέρεται φαιλόνιον καὶ φελόνιον, ὅπερ φοροῦσιν οἱ ἱερεῖς τῆς Ὀρθοδόξου Ἐκκλησίας ἐν ταῖς ἱερουργίαις, Ψευδοχρυσ. ΧΙΙ, 777C, Σωφρ. 3988, Κωνστ. Πορφυρ. Ἔκθ. Βασ. Τάξ. 374, κλπ. ― Ἴδε Κόντου Γλωσσ. Παρατηρ. σ. 233.
French (Bailly abrégé)
ου (ὁ) :
sorte de casaque ou de manteau qui couvrait le haut du corps et des bras.
Étymologie: cf. lat. paenula.
Greek Monolingual
και δωρ. τ. φαινόλας και φαινούλης και φενόλης, ὁ, Α
χοντρό πανωφόρι που φορούσαν πάνω από τον χιτώνα σε καιρό βροχής και, γενικά, κακοκαιρίας, αλλ. φαινόλη (Ι).
[ΕΤΥΜΟΛ. Λ. του καθημερινού λεξιλογίου σχηματισμένη από το ρ. φαίνω με το επίθημα -όλης (πρβλ. μαιν-όλης, σκωπτ-όλης). Δυσερμήνευτη παραμένει η σύνδεση της λ. με το ρ. φαίνω, σε αντιδιαστολή προς το θηλ. φαινόλις, του οποίου η ένταξη στην οικογένεια του φαίνω δεν γεννά σημασιολογικά προβλήματα. Από τον τ. φαινόλης προήλθε, με αντιμετάθεση τών συμφώνων, ο τ. φαιλόνης, από όπου και ο τ. φαιλόνι(ον), που διατηρήθηκε και στη Νέα Ελληνική].